- κυριττοί
- κυριττοί, οἱ (Α)(κατά τον Ησύχ.) κωμικοί ηθοποιοί που φορούσαν ξύλινα προσωπεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυριττοί — players who wear wooden masks masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυθαλία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης στη Σπάρτη, ως προστάτιδας της γονιμότητας και των νηπίων. Η ονομασία προέρχεται από την κορυθάλη, δάφνινο κλαδί στολισμένο με κορδέλες ή στεφάνι με λουλούδια που κρεμούσαν στις εξώπορτες κατά τις εφηβικές γιορτές και… … Dictionary of Greek